- αμφιβαίνω
- ἀμφιβαίνω (Α)1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω5. και για τα ζώα που φυλάνε τα μικρά τους ή τη λεία τους6. περιβάλλω, τυλίγω7. (για ζώα) έρχομαι από επάνω, βατεύω8. φρ. «ἀμφιβαίνω ἀμφί τι», (στην ιατρ.) για στενό επίδεσμο που περιβάλλει ευαίσθητο μέλος τού σώματος χωρίς να τό πιέζει«ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει», ο ήλιος ακολουθώντας την τροχιά του μεσουράνησε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + βαίνω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίβασις, ἀμφιβατήρ].
Dictionary of Greek. 2013.